Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται συχνή, συχνά ανεπίσημη, χρήση του όρου ΔΕΠ-Υ στην καθημερινή ομιλία («έχω ΔΕΠ-Υ», «αυτός έχει ΔΕΠ-Υ»). Ωστόσο, η αλόγιστη γενίκευση της διάγνωσης ενέχει κινδύνους: αφενός, υποβαθμίζει την εμπειρία των ατόμων που πράγματι πληρούν τα κριτήρια της διαταραχής, και αφετέρου, οδηγεί σε εσφαλμένες αποδόσεις της διάγνωσης σε άτομα που δεν την εμφανίζουν.
Τα επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι η διάγνωση της ΔΕΠ-Υ παρουσιάζει σταθερή αύξηση διεθνώς, ενώ ο αριθμός των παιδιών που επηρεάζονται παραμένει ιδιαίτερα υψηλός. Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ (CDC), σήμερα εκτιμάται ότι ποσοστό άνω του 11% των παιδιών πληροί τα διαγνωστικά κριτήρια. Μεταξύ 1997 και 2006, τα ποσοστά διάγνωσης αυξάνονταν κατά μέσο όρο 3% ετησίως, ενώ την περίοδο 2003–2011 η ετήσια αύξηση ανήλθε στο 5%. Σημαντική είναι και η έμφυλη διαφοροποίηση: τα αγόρια εμφανίζουν σχεδόν διπλάσια ποσοστά διάγνωσης σε σχέση με τα κορίτσια. Επιπλέον, αναγνωρίζεται ότι ένα σημαντικό ποσοστό των παιδιών συνεχίζει να παρουσιάζει συμπτώματα και κατά την ενήλικη ζωή, γεγονός που καθιστά τη ΔΕΠ-Υ χρόνιο ζήτημα δημόσιας υγείας.