Η Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής-Υπερκινητικότητας (ΔΕΠ-Υ) είναι μία από τις πιο κοινές νευροαναπτυξιακές διαταραχές της παιδικής ηλικίας, η οποία εμφανίζεται κατά μεγάλο ποσοστό και στην ενήλικη ζωή. Εμφανίζεται στο 5-7% του μαθητικού πληθυσμού με αναλογία 3:1 υπέρ των αγοριών.
Η ΔΕΠ-Υ είναι μία διαταραχή που χαρακτηρίζεται από ένα συνεχές πρότυπο απροσεξίας ή/και υπερκινητικότητας-παρορμητικότητας, η οποία παρεμποδίζει τη λειτουργικότητα του παιδιού και την ανάπτυξή του. Σύμφωνα με τον Gabriel Villareal «η ΔΕΠ-Υ είναι μία νευρολογική διαταραχή, της οποίας δεν έχει διευκρινιστεί η ακριβής αιτιολογία, αλλά αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι συμβαίνει όταν η ανάπτυξη του προμετωπιαίου φλοιού υστερεί σε σχέση με τον υπόλοιπο εγκέφαλο. Το νωρίτερo που μπορούμε να διαγνώσουμε αυτή την ανισότητα είναι η ηλικία των 3 ετών. Συγκεκριμένα τα άτομα με ΔΕΠ-Υ έχουν έλλειψη ή δεν παράγουν την κατάλληλη ποσότητα ντοπαμίνης και νορεπινεφρίνης. Η ντοπαμίνη είναι υπεύθυνη για την προσοχή, την ορμή και το κίνητρο και η νορεπινεφρίνη για την ηρεμία και στην ουσία είναι αυτή που ευθύνεται για τη δημιουργία υπερκινητικότητας».
Πολλά παιδιά λαμβάνουν τη διάγνωση νωρίς, καθώς τα συμπτώματα γίνονται εμφανή στην πρώιμη ανάπτυξη και στην ακαδημαϊκή πορεία του παιδιού, καθώς τότε αυξάνονται οι απαιτήσεις στη διατήρηση της προσοχής, της συγκέντρωσης, της οργάνωσης και της συμμόρφωσης σε κανόνες. Τα χαρακτηριστικά της ΔΕΠ-Υ συχνά παραβλέπονται καθώς θεωρούνται συνήθη στην παιδική ηλικία. Επίσης, οι δυσκολίες που η ίδια η ΔΕΠ-Υ προκαλεί στη συμπεριφορά του παιδιού, στην κοινωνική προσαρμογή και στη σχολική απόδοση συχνά αποδίδονται σε άλλες καταστάσεις που μπορεί να συνυπάρχουν. Έτσι, συχνά η ΔΕΠ-Υ παραμένει αδιάγνωστη ή εσφαλμένα διαγνωσμένη, ενώ ακόμα και όταν υπάρχει διάγνωση, δεν εφαρμόζεται πάντοτε ένα ολοκληρωμένο μοντέλο συνδυασμού θεραπευτικών προσεγγίσεων που απαιτεί η αντιμετώπισή της.